-
1 средний
-яя, -ееεπ.μεσαίος, μέσος, μεσιανός•-ее окно μεσαίο παράθυρο•
-яя годовая температура η μέση ετήσια θερμοκρασία.
|| κεντρικός•-яя азия Μέση ή Κεντρ ική Ασία.
|| μέτριος•средний ученик μέτριος μαθητής.
εκφρ.в -ем – κατά μέσο όρο•высше -его – παραπάνω από το μέσο όριο ή το κανονικό•ниже -его – κάτω του μέσου ορίου ή του κανονικού•не что -ее – κάτι το μέσο, το ενδιάμεσο, το μεταξύ•- ее образование – η μέση μόρφωση, ηδε-κατάξια (γυμνασιακή)•средний палец – το μεσαίο δάχτυλο•- ее ухо – το μεσαίο αυτί•- яя школа – το μεσαίο (δεκατάξιο) σχολείο•- их лет – μέσης ηλικίας•средний залог – (γραμμ.) η μέση διάθεση των ρημάτων. -
2 палец
1. тех. о πείρος, η περόνη 2. анат. το δάκτυλοбезымянный - παράμεσο -, ο δα-κτυλίτηςуказательный - ο λιχανός, ο δείκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > палец
-
3 палец
пал||ецм τό δάχτυλο, ὁ δάκτυλος, τό δάκτυλο[ν]:большой \палец ὁ ἀντίχειρ, τό μεγάλο δάκτυλο· указательный \палец ὁ λιχα-νός, ὁ δείκτης· средний \палец τό μεσαίο δάχτυλο, ὁ μέσος δάκτυλος· безымянный \палец ὁ παράμεσος (δάκτυλος)· отпечаток \палецыдев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· указывать \палецьцем δείχνω μέ τό δάχτυλο, δακτυλοδεικτώ· ◊ \палец о \палец не ударить разг δέν κάνω ἀπολύτως τίποτε· ему́ \палецьца в рот не клади разг πρέπει νά φυλάγεσαι ἀπ· αὐτόν он \палецьцем никого не тронет δέν πειράζει ὁδτε μερμήγκι· их можно по \палецьцам пересчитать μετριοῦνται στά δάκτυλα· смотреть сквозь \палецьцы на что-л. κάνω στραβά μάτια· знать как свои́ пять \палецьиев τό ξέρω στά πέντε δάκτυλα, τά παίζω (εΙς) στά δάκτυλα μου· попасть \палецьцем в небо разг κάνω γκάφα· обвести иокру́г \палецьца разг κοροϊδεύω, ἐξαπατώ· высосать из \палецьца разг ἐπινοώ. -
4 палец
-льца α.δάχτυλο, δάκτυλος•большой палец το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•
указательный палец (δάχτυλο) ο δείχτης•
средний палец το μεσαίο δάχτυλο, δάκτυλος ο μέσος•
безымянный палец (δάκτυλος) ο παράμεσος•
в палец толщиной χοντρός όσο το δάχτυλο•
пальцы у перчатки τα δάχτυλα του γαντιού•
считоть по -цам μετρώ στα δάχτυλα•
тбкать кого -ем κεντώ (σκουντώ) κάποιον με το δάχτυλο•
показывать на кого -ем δαχτυλοδειχτώ κάποιον.
εκφρ.палец о палец не ударить – δεν κάνω απολύτως τίποτε, αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε με νοιάζει•- льда в рот не клади кому – μη εκμεταλλεύεσαι τη δυσχερή θέση κάποιου•- ем двинуть (шевельнуть) – κουνώ λίγο το δαχτυλάκι (κάνω μικρή προσπάθεια)•- ем не двинуть (не шевельнуть) – δεν κουνώ ούτε το δάχτυλο (δεν κά,νω καμιά προσπάθεια)•- ем не тронуть кого-что – δεν θίγω (δεν πειράζω) κανέναν, τίποτε•смотреть (глядеть) на что сквозь -ы – κάνω πως δε βλέπω (ενώ βλέπω ανάμεσα από τα δάχτυλα)•по -ам можно пересчитать (перечесть) – είναι ολιγάριθμοι (μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα)•как по -ам(объяснить, рассказать – κ.τ.τ.) σαφέστατα, ολοκάθαρα,σταράτα, φαρσί•как свой пять -ев (знать) – κάλλιστα (γνωρίζω).